χιονωπός

χιονωπός
χῐον-ωπός, όν,
A snow-white, fair, Nonn.D.17.43.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χιονωπός — όν, ΜΑ 1. αυτός που μοιάζει με χιόνι 2. χιονοφεγγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κατάλ. ωπός* (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. σκυθρ ωπός, φλογ ωπός] …   Dictionary of Greek

  • χιονωπόν — χιονωπός snow white masc/fem acc sg χιονωπός snow white neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”